- καταναλωτική κοινωνία
- societat de consum
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
καταναλωτικός — ή, ό (Α καταναλωτικός, ή, όν) [καταναλίσκω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατανάλωση ή γίνεται για κατανάλωση και εξαρτάται από αυτήν (α. «καταναλωτικά αγαθά» β. «καταναλωτικοί συνεταιρισμοί») νεοελλ. φρ. α) «καταναλωτικό κοινό» το σύνολο… … Dictionary of Greek
Τατί, Ζακ — (Jacques Tati, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του J. Tatischef, 1908 – 1982). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ηθοποιός του βαριετέ. Αθλητικός τύπος, γνώρισε τις πρώτες του επιτυχίες με κεφάτες παρωδίες των σπορ, που τις παρουσίαζε… … Dictionary of Greek
Μαρκούζε, Χέρμπερτ — (Herbert Marcuse, Βερολίνο 1898 – ΗΠΑ 1979). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του Φράιμπουργκ. Συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης έως το 1933, οπότε το… … Dictionary of Greek
καταναλωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατανάλωση: Ζούμε σε καταναλωτική κοινωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek